Κορύβας

Κορύβας
ο (Α Κορύβας, -αντος, θηλ. Κορυβαντίς, -ίδος)
συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες
δαίμονες, τέκνα τής μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας-Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις, θορυβώδη μουσική και οργιαστικούς χορούς («πρῶτον δὲ φασι Ῥέαν ἡσθεῑσαν τῄ τέχνη ἐν Φρυγίᾳ μὲν τοὺς Κορύβαντας», Λουκιαν.)
(αρχ. (ως προσηγορικό) ὁ κορύβας
1. εκστατικός, ένθους, έξαλλος («δεῑξαι τοῑς καταπεπληγμένοις ὅτι μὴ κορύβαντές εἰσι, μηδὲ τῶν περὶ τὴν Ῥέαν δαιμόνων», Συνέσ.)
2. μέθυσος, μεθυσμένος
3. ενθουσιασμός («κίνδυνος γὰρ αὐτῇ τό τε μέγιστον παρακινῆσαι, καὶ κατενεχθῆναι ἐς τὸν τῆς ποιητικῆς κορύβαντα», Λουκιαν.)
4. ονομασία λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. νορβ. huerfa «στριφογυρίζω» (πρβλ. τους κορυβαντικούς χορούς), οπότε η αρχική του μορφή θα πρέπει να ήταν *Κύρβαντες (πρβλ. κύρβις «πινακίδα στρεπτή περί άξονα») και ο τ. Κορύβαντες να προέκυψε από παρετυμολογική σύνδεση με το κόρυς «περικεφαλαία» (πρβλ. τους πολεμικούς χορούς τών Κορυβάντων). Η κατάλ. θυμίζει τα Άβαντες, αλίβαντες. Η προέλευση τής κορυβαντικής λατρείας οδηγεί στη φρυγική καταγωγή τής λέξης.
ΠΑΡ. αρχ. κορυβάντειος, κορυβαντίζω, κορυβαντικός, Κορυβαντίς, κορυβαντιώ, κορυβαντώδης
αρχ.-μσν.
κορυβάντιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κορύβας — Κορύβᾱς , Κορύβας Corybant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυβάντων — Κορύβας Corybant masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορύβα — Κορύβας Corybant masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορύβαντα — Κορύβας Corybant masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορύβαντας — Κορύβας Corybant masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορύβαντες — Κορύβας Corybant masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορύβαντος — Κορύβας Corybant masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύρβας — κύρβας, αντος, ὁ (Α) (συγκεκομμένος τ.) κορύβας.* [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τ. που συνδέεται με κορύβας] …   Dictionary of Greek

  • Корибанты — (Κορύβαντες), от Кориба (Κορύβας), сына Ясиона и Кибелы название мифических предшественников жрецов Кибелы или Реи во Фригии, в диком воодушевлении, с музыкой и танцами, отправлявших служение великой матери богов. Ср. Кабиры …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Corybas — CORỸBAS, antis, Gr. Κορύβας, αντος, des Jasons und der Cybele Sohn, von welchem die Korybanten den Namen haben sollen. Er verheurathete sich mit des Cilix Tochter Thebe, und brachte zuerst die Verehrung der Mutter der Götter nach Asien. Diod. Sic …   Gründliches mythologisches Lexikon

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”